- Κριοί
- Κριόςrammasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κριοί — κρῑοί , κριός ram masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
КОЛОННА — • Columna, στήλη или στυ̃λος, также κίων, столб, колонна. Первоначально столбы служили только для удобства, как подпора крыши; сначала они состояли, вероятно, из древесных стволов или неотесанных каменных глыб и только мало помалу… … Реальный словарь классических древностей
κατασιδηρώ — κατασιδηρῶ, όω (Α) επικαλύπτω με σίδηρο («κριοὶ κατασεσιδηρωμένοι», Διόδ.) … Dictionary of Greek
κορύπτω — (ΑM) [κορυφή] ορμώ σε κάποιον με το κεφάλι ή με τα κέρατα, κερατίζω, κουτουλώ («εἰώθασιν οἱ κριοὶ ἐν τῷ μάχεσθαι τοῑς κέρασιν ἀλλήλους πλήττειν τοῡτο δ ἐστὶ κυρίως τὸ κορύπτειν», Τζέτζ.) … Dictionary of Greek
μούσμων — μούσμων, ωνος, ὁ (Α) είδος άγριου κριαριού τής Κύρνου το οποίο είχε τρίχα σαν τής αίγας («γίγνονται δ ἐνταῡθα οἱ τρίχα φύοντες αἰγείαν ἀντ ἐρέας κριοί, καλούμενοι δὲ μούσμωνες», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ. (πρβλ. λατ. musmō «είδος… … Dictionary of Greek
πολιορκητικός — ή, ό / πολιορκητικός, ή, όν, ΝΜΑ [πολιορκώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πολιορκία («ταῖς πολιορκητικαῑς ἐπινοίαις καὶ βίαις χρησάμενοι», Πολ.) 2. αυτός που χρησιμεύει για τη διεξαγωγή πολιορκίας («πολιορκητικές μηχανές» μηχανικές… … Dictionary of Greek
τράγος — Μικρό νησί στον Ευβοϊκό κόλπο, στη συστάδα των Πεταλιών. Στο νησί λειτουργεί αυτόματος φάρος. * * * ο, ΝΜΑ 1. αρσενική αίγα 2. ανατ. δερματικό έπαρμα τριγωνικό και αποπεπλατυσμένο, μπροστά από το στόμιο τού έξω ακουστικού πόρου νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek